- εμβρυοπλαστικός
- η , όν связанный с образованием зародыша
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβρυοπλαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχηματισμό τού εμβρύου … Dictionary of Greek
εμβρυοπλαστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο σχηματισμό του εμβρύου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)